ἀμπελουργικός

From LSJ
Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελουργικός Medium diacritics: ἀμπελουργικός Low diacritics: αμπελουργικός Capitals: ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: ampelourgikós Transliteration B: ampelourgikos Transliteration C: ampelourgikos Beta Code: a)mpelourgiko/s

English (LSJ)

Dor. ἀμπελουργ-ωργικός, ή, όν,

   A of or for culture of vines, [γᾶ] Tab.Heracl.2.43; ἡ -κή (sc. τέχνη), vine-dressing, Pl.R.333d, Ph.1.329. Adv. -κῶς Poll.7.141.

German (Pape)

[Seite 129] zum Winzer gehörig, ἡ ἀμπ., Kunst des Weinbaues, Plat. Rep. I, 393 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): dór. -ωργικός TEracl.2.43
I 1que es para cultivar vides (γᾶ) TEracl.l.c., δρέπανον ἀ. navaja podadera, PCair.Zen.782 a 52 (III a.C.), BGU 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas, POxy.1692.26 (II a.C.), ἐργασία SB 7369.11 (VI a.C.), PLond.1003.10 (VI d.C.) en BL 1.296
subst. ὁ ἀ. viticultor Poll.7.141.
2 subst. ἡ ἀμπελουργική cultivo de la vid, viticultura Pl.R.333d, Ph.1.329, 350, Origenes Cels.4.76
τὰ ἀ. trabajo en la viña τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas, POxy.1590.9 (VI a.C.).
II adv. -ῶς como en el cultivo de la vid Poll.7.141.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) ἀμπελουργός
1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική
η τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η αμπελουργία.