ἡμισύθλαστος
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ον,
A half-crushed, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισύθλαστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, ἡμίθλαστος, Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ἡμισύθλαστος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ τεθλασμένος, μισοσπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + θλαστός (< θλω «σπάω»), πρβλ. εύ-θλαστος, κεφαλό-θλα-στος].