ὀξύπους
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, swift-footed, E.Or.1550 (troch.).
German (Pape)
[Seite 353] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von ἀργίπους.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, ὠκύπους, Εὐρ. Ὀρ. 1550.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὀξύς, πούς.
Greek Monolingual
-ουν (Α ὀξύπους, -ουν)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πούς (πρβλ. ταχύπους)].
Greek Monotonic
ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, που τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων πέλας ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому.
Middle Liddell
ὀξύ-πους,
swift-footed, Eur.