ὀξυβόας

From LSJ
Revision as of 16:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠβόας Medium diacritics: ὀξυβόας Low diacritics: οξυβόας Capitals: ΟΞΥΒΟΑΣ
Transliteration A: oxybóas Transliteration B: oxyboas Transliteration C: oksyvoas Beta Code: o)cubo/as

English (LSJ)

and ὀξῠ-βόης, ου, ὁ,

   A shrill-screaming, of birds, A.Ag.57 ; of men, Luc.JTr.31 ; sharp-buzzing, of mosquitoes, AP5.150 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 352] u. ὀξυβόης, ὁ, scharf, hell, laut rufend, schreiend; Aesch. Ag. 57; κώνωπες, Mel. 93 (V, 151); Luc. Iup. Trag. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠβόας: καὶ -βόης, ου, ὁ ὀξέως βοῶν, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 57· ὁ ὀξέως βομβῶν, ἐπὶ κώνωπος, Ἀνθολ. Π. 5. 151, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 31.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ὀξυβόης.

Greek Monolingual

ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης)
νεοελλ.
μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε
αρχ.
ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς
β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά
γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -βόας (< βοή), πρβλ. τηλε-βόας. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι απόδοση του ιταλ. oboe (πρβλ. οξύαυλος)].

Russian (Dvoretsky)

ὀξυβόᾱς: ου adj. m дор. = ὀξῠβόης.

Middle Liddell

ὀξῠ-βόης, ου, ὁ, βοάω
shrill-screaming, Aesch.