ῥαιβοειδής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ές,
A crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.
German (Pape)
[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό σχήμα, στρεβλός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος» + -ειδής].