ῥοικοειδής
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ές,
A crooked-looking, Gal.18(1).537; cf. ῥαιβοειδής.
German (Pape)
[Seite 848] ές, wie krumm, dem Krummen ähnlich, krumm von Ansehen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοικοειδής: -ές, ὁ καμπυλοειδής, κυρτοειδής, Γαλην. 18. 537· πρβλ. ῥαιβοειδής.
Greek Monolingual
-ές, Α
καμπυλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοικός «στρεβλός, κυρτός» + -ειδής].