ἰουλίς
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
[ῐ], ίδος, ἡ,
A rainbow-wrasse, Coris iulis, Arist.HA610b6, AP 7.504.5 (Leon.), Numen. ap. Ath.7.304f, Artem.1.14.
German (Pape)
[Seite 1256] ίδος, ἡ, ein Meerfisch; πετρήεσσα Leon. Tar. 93 (VII, 504); nach Ael. H. A. 2, 44 hält sich dieser Fisch in Klippen auf u. hat den Namen ὅτι ἔχουσιν ἰοῦ τὸ στόμα ἔμπλεον; vgl. Ath. VII, 304 f u. Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἰουλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς γύλος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1. Ἀνθ. Π. 7. 504˙ ἰουλίδας ἕψειν μὲν ἐν ἅλμῃ, ὀπτᾶν δὲ ἐπὶ τηγάνου Δωρίων παρ’ Ἀθην. 304F. ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 59.
Greek Monolingual
η (Α ἰουλίς) ίουλος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει πολλά είδη, γνωστά με την ονομασία πετρόψαρα, της οικογένειας λαβρίδες
αρχ.
είδος ψαριών, κοκκινόψαρο, γύλος.
Russian (Dvoretsky)
ἰουλίς: ίδος ἡ рыба, предполож. губан (Labrus Jalis или Julis julis) Arst., Plut., Anth.