οἰκόπεδον
English (LSJ)
τό,
A site of a house, place on which a house is or has been built, IG12.325.14 (prob.), X.Vect.2.6, Aeschin.1.182, Arist.Pol.1265b24 ; building-site, BGU906.21 (i A. D.), Dsc.2.158, etc. ; site of a city, πόλεως Plb.15.23.10. 2 the house itself, building, Th.4.90, Pl.Lg. 741c.
German (Pape)
[Seite 302] τό, Haus-, Feuerstelle, die Stelle, auf der ein Haus steht od. stehen kann (οἰκιῶν κατεριφεισῶν ἐδάφη, Schol. Il. 4, 2); Thuc. 4, 90; Aesch. 1, 84; vgl. Xen. Vectig. 2, 6; οἰκοπέδων ἢ γηπέδων, Plat. Legg. V, 541 c; τὸ τῆς πόλεως, Grund u. Boden der Stadt, Pol. 15, 23, 10; Plut Anton. 71.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκόπεδον: τό, ὡς καὶ νῦν, θέσις οἰκίας, τόπος, ἔδαφος, ἐφ’ οὗ ᾠκοδομήθη ἢ μέλλει νὰ οἰκοδομηθῇ οἰκία, Λατ. area domus, Ξεν. Πόρ. 2, 6, Αἰσχίν. 26. 9, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 15· ὡσαύτως, ἡ θέσις πόλεώς τινος, Πολύβ. 15. 23. 10. 2) αὐτὴ ἡ οἰκία, οἰκοδόμημα, Θουκ. 4. 90, Πλάτ. Νόμ. 741C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 emplacement d’une maison;
2 construction en gén., maison.
Étymologie: οἶκος, πέδον.
Greek Monotonic
οἰκόπεδον: τό,
1. θέση, τοποθεσία, έδαφος του σπιτιού, σε Ξεν., Αισχίν. κ.λπ.
2. το ίδιο το σπίτι, κτίριο, οικοδόμημα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκόπεδον: τό
1) тж. pl. участок под домом Plat., Aeschin., Plut.;
2) развалины дома или пожарище Thuc.;
3) местоположение, территория (τῆς πόλεως Polyb.).
Middle Liddell
οἰκό-πεδον, ου, τό,
1. the site of a house, Xen., Aeschin., etc.
2. the house itself, a building, Thuc.