μετάκοινος

From LSJ
Revision as of 17:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκοινος Medium diacritics: μετάκοινος Low diacritics: μετάκοινος Capitals: ΜΕΤΑΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: metákoinos Transliteration B: metakoinos Transliteration C: metakoinos Beta Code: meta/koinos

English (LSJ)

ον,

   A sharing in common, partaking, ξυνδαίτωρ A.Eu. 351 (lyr.); παντὶ δόμῳ μ. ib.964 (lyr.); ματρί Id.Supp.1038 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 148] gemeinschaftlich, παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, Aesch. Eum. 922, vgl. Suppl. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκοινος: -ον, ὁ κοινωνῶν, μετέχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 351· τινι μετά τινος, αὐτόθι 964, Ἱκέτ. 1039.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend sa part en commun avec, associé à, τινι.
Étymologie: μετά, κοινός.

Greek Monolingual

μετάκοινος, -ον (Α)
συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοινός (πρβλ. επί-κοινος)].

Greek Monotonic

μετάκοινος: -ον, αυτός που μοιράζεται από κοινού, συμμέτοχος, σε Αισχύλ.· τινι, με κάποιον άλλον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μετάκοινος: совместный, общий: συνδαίτωρ μ. Aesch. сотрапезник; παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, sc. Μοῖραι Aesch. Мойры, безотлучные спутницы каждого дома.

Middle Liddell

μετά-κοινος, ον
sharing in common, partaking, Aesch.; τινι with another, Aesch.