φιλόποτμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A fond of misery, unfortunate, Plu.2.986d (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόποτμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν δυστυχίαν ἢ τὴν ἀθλιότητα, δυστυχής, Πλούτ. 2. 986Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συνήθως είναι δύστυχος, αυτός που βρίσκεται σε δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότμος «μοίρα, τύχη, συνήθως κακή»].
Russian (Dvoretsky)
φιλόποτμος: полный несчастий, бедственный (βίος Plut.).