περατόω

From LSJ
Revision as of 18:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περᾰτόω Medium diacritics: περατόω Low diacritics: περατόω Capitals: ΠΕΡΑΤΟΩ
Transliteration A: peratóō Transliteration B: peratoō Transliteration C: peratoo Beta Code: perato/w

English (LSJ)

(πέρας)

   A limit, bound, Str.2.3.1,al.; νύκτα καὶ ἡμέραν ἀνατολαῖς καὶ δύσεσιν Ph.1.347; π. τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Plu.2.719d; αὕτη [μέθοδος] περατοῖτοῦτο [τὸ ἄπειρον] S.E.M.1.81:—Med., ἡ σελήνη τὸν ἑαυτῆς κύκλον περατοῦται Ph.2.240:—Pass., Arist.de An.407a28, Mu.391b15, Plu.2.389f; to be terminated, finished off, Aret.SD1.7 (dub. cj.), Gal.18(2).766.    b Gramm. in Pass., terminate, εἰς -ος A.D.Pron. 95.6,al.; of verses, εἰς μέρος λόγου Heph.1.4; ἕως ὀκτωκαιδεκασήμου Aristid.Quint.1.14.    II bring to an end, λόγον Corp.Herm.18.11; accomplish, τὴν διάβασιν τριήρει J.AJ19.1.1 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 563] endigen, begränzen, bes. pass.; Arist. an. 1, 3; S. Emp. adv. gramm. 81, Ggstz von ἄπειρος; τὸ πεπερατωμένον σῶμα, adv. phys. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

περᾰτόω: (πέρας) τίθημι πέρας, περιορίζω τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Πλούτ. 2. 719 C· αὕτη [[[μέθοδος]]] περατοῖ τοῦτο [τὸ ἄπειρον] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 81· - Παθ., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3. 20, π. Κόσμ. 2. 2, Πλούτ., κλ. ΙΙ. τελειώνω, ἀποπερατόω, Ἄννα Κομν. 1. 117. - Παθ., Γραμμ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 288.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
limiter.
Étymologie: πέρας.

Russian (Dvoretsky)

περᾰτόω: ограничивать, определять (τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Plut.; ἡ ἀρχὴ περατουμένη Ἑλλησπόντῳ ἐκ τῶν πρὸς ἑσπέραν μερῶν Arst.; τὸ πεπερατωμένον σῶμα Sext.).