παραμασήτης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ου, ὁ, (μασάομαι)
A trencher-companion, parasite, Alex.236, Timocl.9.6.
German (Pape)
[Seite 489] ὁ, Mitkauer, komisch = παράσιτος, Alexis bei Ath. VI, 242 c u. A.
Greek (Liddell-Scott)
παραμᾰσήτης: -ου, ὁ, (μασάομαι) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν σύντροφος, ὡς τὸ παράσιτος, Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σύντροφος σε τραπέζι, συνδαιτημόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μασῶμαι].