ἀνάπυστος

From LSJ
Revision as of 18:49, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπυστος Medium diacritics: ἀνάπυστος Low diacritics: ανάπυστος Capitals: ΑΝΑΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anápystos Transliteration B: anapystos Transliteration C: anapystos Beta Code: a)na/pustos

English (LSJ)

ον,

   A well-known, notorious, Od.11.274, Hdt.6.64,66, etc.

German (Pape)

[Seite 204] ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπυστος: -ον, πασίγνωστος, περίφημος, «ξακουστός», ὡς τὸ περίπυστος, ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ στόμα πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien connu, notoire.
Étymologie: ἀναπυνθάνομαι.

English (Autenrieth)

(ἀναπεύθομαι): notorious, Od. 11.274†.

Spanish (DGE)

-ον
conocido ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν Od.11.274, ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Hdt.6.66, ἀνάπυστα γενόμενα ταῦτα Hdt.6.64.

Greek Monolingual

ἀνάπυστος, -ον (Α) αναπυνθάνομαι
πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός.

Greek Monotonic

ἀνάπυστος: -ον, πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπυστος: узнанный, известный: ὑστέρῳ χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα Her. впоследствии это обнаружилось; ἀνάπυστα θεῖναί τινί (τι) Hom. открыть кому-л. что-л.

Middle Liddell

[from ἀναπυνθάνομαι.]
ascertained, notorious, Od., Hdt.