εὐσταθέω

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταθέω Medium diacritics: εὐσταθέω Low diacritics: ευσταθέω Capitals: ΕΥΣΤΑΘΕΩ
Transliteration A: eustathéō Transliteration B: eustatheō Transliteration C: efstatheo Beta Code: eu)staqe/w

English (LSJ)

   A to be steady, stable, ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες are favourable, E.Rh.317; εὐ. ταῖς διανοίαις D.H.6.51; εὐστάθει rest in peace! in an epitaph, IG14.1464; to be calm, tranquil, of the sea, Luc.VH1.30; οὐκ εὐ. οἱ ὄρνιθες Plu.2.281b.    2 enjoy sound, stable health, εὐ. καὶ ὑγιαίνειν Epicur.Fr.68, cf. 413, Sor.1.87, Herod. Med. ap. Orib.7.8.1.    3 of cities or countries, enjoy tranquillity, εὐσταθοῦσα βασιλεία OGI56.19 (Canopus, Ptol. III); τὴν πόλιν εὐ. SIG 708.37 (Istropolis, ii B.C.), cf. App.Hisp.9.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταθέω: εἶμαι εὐσταθής, σταθερός, ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες, ὅταν ὦσιν εὐνοϊκοί, Εὐρ. Ρῆσ. 315∙ εὐστ. ταῖς διανοίαις Διον. Ἁλ. 6. 51∙ εἶμαι ἤρεμος, γαλήνιος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30, πρβλ. Πλούτ. 2. 281Β. 2) εἶμαι ὑγιὴς κατά τε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, λέξις τῶν Ἐπικουρείων, ὁ αὐτ. 2. 1090Α∙ ἐπὶ χώρας, Ἀππ. Ἰβηρ. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être ferme, consistant, bien équilibré;
2 être calme.
Étymologie: εὐσταθής.

Greek Monotonic

εὐσταθέω: είμαι σταθερός, ευσταθής, σε Ευρ.· είμαι ήρεμος, γαλήνιος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστᾰθέω:
1) пребывать в спокойном состоянии (εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.);
2) находиться в здоровом состоянии (σῶμα εὐσταθοῦν Plut.);
3) быть благосклонным (ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.).

Middle Liddell

εὐσταθέω,
to be steady, favourable, Eur.:— to be calm, tranquil, of the sea, Luc. [from εὐστᾰθής]