ἐρευθέω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A to be red, Luc.Ner.7 ; to be flushed, BGU928.14 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1026] roth sein, Luc. Ner. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευθέω: ἐρυθριῶ, κοκκινίζω, Λουκ. Νέρ. 7, Φιλόστρ. 641.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
être rouge.
Étymologie: ἔρευθος.
Greek Monotonic
ἐρευθέω: είμαι κόκκινος, κοκκινίζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρευθέω: (только praes.) быть красного цвета Luc.
Middle Liddell
ἐρευθέω,
to be red, Luc.