περιπάσσω

From LSJ
Revision as of 14:20, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπάσσω Medium diacritics: περιπάσσω Low diacritics: περιπάσσω Capitals: ΠΕΡΙΠΑΣΣΩ
Transliteration A: peripássō Transliteration B: peripassō Transliteration C: peripasso Beta Code: peripa/ssw

English (LSJ)

Att. περιπάττω,

   A strew, sprinkle all round, ὀρίγανον Sotad. Com.1.28 ; τενθίδας ἡδύσμασι Alex.84.4 ; ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Thphr.HP9.1.7, cf. Arist.Mir.845a32 :—Pass., to be sprinkled, ὑπ' ὀριγάνου Id.HA534b22 ; τινι with a thing, Gal.6.533.

German (Pape)

[Seite 586] att. -ττω (s. πάσσω), umstreuen, ringsum bestreuen; περιπάσας ὀρίγανον, Sotad. com. bei Ath. VII, 293 e; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περιπάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πάσω, πάσσω ἢ πασπαλίζω ὁλόγυρα, ὀρίγανον Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλει.» 1. 28· ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Θεοφρ. περὶ. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146. - Παθ., πάσσομαι, πασπαλίζομαι, ὑπ’ ὀριγάνου ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τινι, μέ τι, Γαλην. 6. 533· - ῥηματ. ἐπίθ., περίπαστος, ον, ὁλόγυρα πασπαλισμένος, Ἱππ. 560. 51, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 293F.

Greek Monolingual

και αττ. τ. περιπάττω Α
πασπαλίζω κάτι ολόγυραἄλευρον περιπάττει αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πάσσω «πασπαλίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπάσσω Ion. voor περιπάττω.

Russian (Dvoretsky)

περιπάσσω: атт. περιπάττω посыпать (ἄλφιτα λευκά Arst.): ὑπὸ θείου περιπαττόμενος Arst. посыпанный серой.