δυσλόγιστος

From LSJ
Revision as of 14:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσλόγιστος Medium diacritics: δυσλόγιστος Low diacritics: δυσλόγιστος Capitals: ΔΥΣΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyslógistos Transliteration B: dyslogistos Transliteration C: dyslogistos Beta Code: duslo/gistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15.    II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.

German (Pape)

[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.

Greek Monolingual

δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.

Greek Monotonic

δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσλόγιστος:
1) досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2) неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).

Middle Liddell

δυσ-λόγιστος, ον λογίζομαι
ill-calculating, Soph.

English (Woodhouse)

rash

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)