ἄλυχνος
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
English (LSJ)
ον,
A without lamp or light, E.Fr.411, D.L.1.81.
German (Pape)
[Seite 111] ohne Licht, Eur. frg. Inus 22; Alc. bei D. L. 1, 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλῠχνος: -ον, ὁ ἄνευ λύχνου ἢ φωτός, Εὐρ. Ἀποσπ. 425, Διογ. Λ. 1. 81.
Spanish (DGE)
-ον
no iluminado, sin luces ζοφοδορπίδαν ὡς ἄλυχνον D.L.1.81, pred. de pers. ἐν ἄντροις ἄλυχνος ... μόνος E.Fr.421.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄλυχνος, -ον) λύχνος
αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστος
νεοελλ.
ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος.
Russian (Dvoretsky)
ἄλυχνος: без огня или света, без светильника Eur., Diog. L.