αὐτοματισμός
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ὁ,
A that which happens of itself, chance, Hp.Acut. (Sp.) 57, Alcid.Soph. 25 (pl.), D.H.1.4, J.AJ10.11.7; κατ' αὐτοματισμόν Phleg.Mir.1.
German (Pape)
[Seite 399] ὁ, das freiwillige Thun; gew. was ohne menschliches Zuthun geschieht, Zufall, Hippocr., u. öfter Dion. Hal., καὶ τύχη C. V. 22; κατ' αὐτοματισμόν, wie ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου. Bei Alcidam. Soph. 677, 31 ist αὐτοματισμοί = αὐτοσχεδιασμοί
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοματισμός: ὁ, τὸ ἀφ’ ἐαυτοῦ συμβαῖνον, τύχη, Ἱππ. 406, Διον. Ἁλ. 1. 4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
lo que acontece por sí mismo, azar en giros adv. de manera espontánea, espontáneamente sin prep. οὐκ ἐξ ἐπιτηδεύσεως ἀλλ' αὐτοματισμῷ no deliberada sino espontáneamente D.H.Comp.25.21, αὐτοματισμῷ τινι I.AI 10.280, c. prep. ὁ θεὸς ἐν αὐτοματισμῷ ἔχρησε Didyma 278.7 (imper.), δι' αὐτοματισμόν τινα D.H.1.4, κατὰ τὸν αὐτὸν ... αὐτοματισμὸν ἄνευ γνώμης D.H.Comp.25.18.
Greek Monolingual
αὐτοματισμός, ο αυτοματίζω
νεοελλ.
1. το να συντελείται κάτι αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά
2. η εκτέλεση πράξεων κατά τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο
αρχ.
αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο.
Russian (Dvoretsky)
αὐτομᾰτισμός: ὁ самопроизвольность, случайность (τύχης Plut.).