σιτάριον
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
τό, Dim. of σῖτος,
A a little corn or bread, a bit of corn or breadstuff: sg., PCair.Zen.160.10 (iii B.C.), Plu.2.1097d: pl., Philem.98.3, PTeb.750.16 (ii B.C.), Plb.16.24.5; bits of food, Hp.Epid.3.17.ά.
German (Pape)
[Seite 884] τό, dim. von σῖτος, ein wenig Getreide, Brot; Pol. 16, 24, 5; Lucill. 81 (XI, 189); Plut. sec. Epic. 15.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σῖτος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὀλίγος σῖτος, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 12, Πλούτ. 2. 1097D· ὀλίγος ἄρτος, «ψωμάκι», Πολύβ. 16. 24, 5· ὀλίγη τροφή, Ἱππ. 1093G.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu de blé.
Étymologie: σῖτος.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σιτάρι.
Russian (Dvoretsky)
σῑτάριον: (ᾰ) τό немного хлеба или продовольствия Polyb., Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτάριον -ου, τό [σῖτος] beetje voedsel. Hp. Epid. 3.17.1.