καρπισμός

From LSJ
Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπισμός Medium diacritics: καρπισμός Low diacritics: καρπισμός Capitals: ΚΑΡΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: karpismós Transliteration B: karpismos Transliteration C: karpismos Beta Code: karpismo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (καρπίζω A)

   A exhaustion, τῆς γῆς Thphr.CP4.8.2.    II profit, Arist.Pr.952b6.
καρπ-ισμός (B), ὁ, (καρπίζω B), καρπ-ιστεία and καρπ-ιστία, ἡ, = Lat.

   A vindiciae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1328] ὁ, 1) das Einsammeln, Ernten der Früchte; τῆς γῆς, das Aussaugen der Erde durch übertriebenen Anbau, Theophr. – 2) das Freisprechen eines Sklaven durch den römischen Prätor, der ihn mit einer Ruthe, καρπίς, berührte, emancipatio, Clem. Alex. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρπισμός: ὁ, (καρπίζω Α) ἡ συγκομιδὴ καρποῦ, καρ. τῆς γῆς, ἐξάντλησις τοῦ ἐδάφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 2.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α καρπισμός) καρπίζω (Ι)]
νεοελλ.
συλλογή, συγκομιδή καρπών
αρχ.
εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.).
(II)
καρπισμός, ὁ (Α) καρπίζω (II)]
η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο.