κωπεύς

From LSJ
Revision as of 18:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπεύς Medium diacritics: κωπεύς Low diacritics: κωπεύς Capitals: ΚΩΠΕΥΣ
Transliteration A: kōpeús Transliteration B: kōpeus Transliteration C: kopeys Beta Code: kwpeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (κώπη) always in pl. κωπέες, Att. κωπῆς,

   A pieces of wood fit for making oars, spars, Hdt.5.23, Ar.Ach.552, Lys.422, And. 2.11, IG12.46.11, 22.1609.95, al.

German (Pape)

[Seite 1546] ὁ, Ruderholz, breites, zum Rudern taugliches oder gebräuchliches Holz, B. A. 274, 32; Her. 5, 23 ist verbunden ἴδη ναυπηγήσιμος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα; so auch Ar. Ach. 526, κωπέων πλατουμένων, vom Schol. richtig erkl.; so Andoc. 2, 11; Theophr.; vgl. Att. Seew. XIV b 114. – Deswegen ist auch Ar. Lys. 422 wohl nicht an Ruderer zu denken, wie der Schol. es κωπηλάτης erkl.; vgl. Böckh's Staatshaush. I p. 75. 119.

Greek (Liddell-Scott)

κωπεύς: έως, ὁ, ἀείποτε κατὰ πληθ. κωπέες, Ἀττ. κωπῆς, τεμάχια ξύλων κατάλληλα πρὸς κατασκευὴν κωπῶν, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Λυσ. 422, Ἀνδοκ. 21. 11, κτλ.· ― «κωπέας: τὰ ξύλα τὰ ἐπιτήδεια εἰς κώπας νεῶν· ἢ τοὺς κωπηλάτας» Α. Β. σ. 274, 32.

Greek Monolingual

κωπεύς, -έως, ὁ (Α) κώπη
(μόνο στον πληθ.) κωπέες και (αττ. τ.) κωπῆς
πλατιά ξύλα κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών.

Greek Monotonic

κωπεύς: -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. κωπέες, Αττ. κωπῆς, κομμάτια ξύλου, κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κωπεύς: έως ὁ (pl. κωπέες - атт. κωπῆς) дерево для изготовления весел Her., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωπεύς -έως, ὁ [κώπη] (lang) stuk hout.

Middle Liddell

κωπεύς, έως,
only in pl. κωπέες, attic κωπῆς, pieces of wood fit for making oars, oar-spars, Hdt., Ar., etc.