σπούδαξ

From LSJ
Revision as of 19:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπούδαξ Medium diacritics: σπούδαξ Low diacritics: σπούδαξ Capitals: ΣΠΟΥΔΑΞ
Transliteration A: spoúdax Transliteration B: spoudax Transliteration C: spoydaks Beta Code: spou/dac

English (LSJ)

ἀλετρίβανος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σπούδαξ: «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλ-αξ). Η σημ. του τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» (βλ. σπεύδω)].