συναπίσταμαι

From LSJ
Revision as of 19:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπίσταμαι Medium diacritics: συναπίσταμαι Low diacritics: συναπίσταμαι Capitals: ΣΥΝΑΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synapístamai Transliteration B: synapistamai Transliteration C: synapistamai Beta Code: sunapi/stamai

English (LSJ)

Ion. for συναφίσταμαι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1002] ionisch statt συναφίσταμαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

συναπίσταμαι: Ἰων. ἀντὶ συναφίσταμαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συναφίσταμαι, v. συναφίστημι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συναφίστημι.

Greek Monotonic

συναπίσταμαι: Ιων. αντί συναφίσταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπίσταμαι Ion. voor συναφίσταμαι.