βίβασις
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a Spartan dance, Poll.4.102. II = ὀχεία, Gloss. III = κοίτη, στιβάς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, Gang, Tanz, Poll. 4, 102; das Bespringenlassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βίβᾰσις: -εως, ἡ, ἴδιόν τι εἶδος χοροῦ (οἷον περιγράφεται ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 82), Πολυδ. Δ΄, 102.
Greek Monolingual
βίβασις, η (Α) βιβάζω
1. είδος χορού στην αρχαία Σπάρτη
2. η συνουσία, η οχεία
3. κοίτη, κρεβάτι.