δορίς

From LSJ
Revision as of 20:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορίς Medium diacritics: δορίς Low diacritics: δορίς Capitals: ΔΟΡΙΣ
Transliteration A: dorís Transliteration B: doris Transliteration C: doris Beta Code: dori/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sacrificial knife, Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.

German (Pape)

[Seite 658] ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.

Greek (Liddell-Scott)

δορίς: -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ μάχαιρα, δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. Δωρίς.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 cuchillopara desollar, Anaxipp.6.3, Call.Fr.75.11.
2 mesa o tabla donde se desollaba o troceaba Ael.Dion.δ 28.

• Etimología: Cf. δείρω.

Greek Monolingual

δορίς, η (AM)
μσν.
το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα
αρχ.
μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων.