διπλῆ

From LSJ
Revision as of 20:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλῆ Medium diacritics: διπλῆ Low diacritics: διπλή Capitals: ΔΙΠΛΗ
Transliteration A: diplē̂ Transliteration B: diplē Transliteration C: dipli Beta Code: diplh=

English (LSJ)

ἡ, (διπλοῦς) a marg. mark used by Gramm. (<*>, <*>), to indicate vv. Il., rejected verses, etc., and, in dramatic poetry, a new speaker, Cic.Att.8.2.4, Heph.

   A Poëm.p.74C., Sch.Il.Oxy.1086 ii 55, etc.    II a dance, Poll.4.105, Hsch.    III διπλαῖ, αἱ, = δίπλωμα, IG14.1054b: also sg., PSI5.446 (ii A. D.).    IV = διπλοΐς, Ap.Ty. Ep.3.

Greek (Liddell-Scott)

διπλῆ: ἡ, (διπλοῦς) σημεῖον τιθέμενον ὑπὸ τῶν Γραμματικῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ, ὁμοιάζον πρὸς τὸ Υ ἢ V πλαγίως κείμενον, πρὸς δήλωσιν διαφόρων γραφῶν, ὀβελιστέων στίχων, κτλ., καὶ παρὰ τοῖς δραματικοῖς ποιηταῖς πρὸς δήλωσιν νέου προσώπου ἐν τῷ διαλόγῳ, Ἡφαιστ. 15. 1, Σχόλ. εἰς Αριστοφ. Πλ. 253, Κικ. π. Ἀττ. 8. 2, 4. ΙΙ. χορός τις, Πολυδ. Δ΄, 105, Ἡσύχ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 982.

Spanish (DGE)

διπλῇ v. διπλεῖ, διπλόος.

Russian (Dvoretsky)

διπλῆ: ἡ (sc. γραμμή) грам. дипла, «согнутая вдвое линия» (пометка на полях рукописи в форме > - δ. ἀπερίστικτος); δ. περιεστιγμένη Diog. L. знак >̣̇.