ἱματίδιον

From LSJ
Revision as of 21:26, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτίδιον Medium diacritics: ἱματίδιον Low diacritics: ιματίδιον Capitals: ΙΜΑΤΙΔΙΟΝ
Transliteration A: himatídion Transliteration B: himatidion Transliteration C: imatidion Beta Code: i(mati/dion

English (LSJ)

[ῑδ], τό, Dim. of ἱμάτιον, Id.Pl.985, Lys.Fr.316S., BGU1103.12 (i B.C.); by crasis with the Art.,

   A θαἰματίδια Ar.Lys.401.

German (Pape)

[Seite 1252] τό, dasselbe; Ar. Plut. 985; Poll. 7, 42 aus Lys. – Mit dem Artikel θαἰματίδια Ar. Lys. 401.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Πλ. 985, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 42· κατὰ κρᾶσιν μετὰ τοῦ ἄρθρου, θαἰματίδια Ἀριστοφ. Λυσ. 401. -ῑδιον Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de ἱμάτιον.

Greek Monolingual

ἱματίδιον, τὸ (Α)
μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γον-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].

Greek Monotonic

ἱμᾰτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του ἱμάτιον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμᾰτίδιον: (ῑμ, τῐ) τό одежонка, платьице Arph.

Middle Liddell

ἱμᾰτ¯ίδιον, ου, τό, [Dim. of ἱμάτιον, Ar.]