βάρδιστος

From LSJ
Revision as of 21:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάρδιστος Medium diacritics: βάρδιστος Low diacritics: βάρδιστος Capitals: ΒΑΡΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: bárdistos Transliteration B: bardistos Transliteration C: vardistos Beta Code: ba/rdistos

English (LSJ)

η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp.

   A βαρδύτερος Theoc.29.30.

German (Pape)

[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.

Greek (Liddell-Scott)

βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.

French (Bailly abrégé)

poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.

English (Autenrieth)

see βραδύς.

Spanish (DGE)

βαρδύτερος v. βραδύς.

Greek Monotonic

βάρδιστος: -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί βράδιστος· υπερθ. του βραδύς, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρδύτερος, αντί βραδύτερος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βάρδιστος: эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς.

Middle Liddell

[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of βραδύς, Il.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάρδιστος superl. van βραδύς.