διακάθαρσις

From LSJ
Revision as of 22:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰθαρσις Medium diacritics: διακάθαρσις Low diacritics: διακάθαρσις Capitals: ΔΙΑΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: diakátharsis Transliteration B: diakatharsis Transliteration C: diakatharsis Beta Code: diaka/qarsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thorough cleansing or purging, Pl.Lg.735d; ὤτων Erot.s.v. διαπτερώσιες.    II pruning, Thphr.HP2.7.2, CP3.7.5, dub.l. in Corn.ND 27.

German (Pape)

[Seite 580] ἡ, die Reinigung, Plat. Legg. V, 735 d; bes. von Bäumen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διακάθαρσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς κάθαρσις, καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 purification complète;
2 émondage.
Étymologie: διακαθαίρω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 purificación completa, plu. formas de depuración πολλῶν οὐσῶν τῶν διακαθάρσεων de una ciu., Pl.Lg.735d, τοῦ ὄμματος Procl.in Ti.1.30, cf. Dam.Pr.49
medic. purgación ὤτων Erot.34.5, Gal.12.649, Paul.Aeg.7.11.17.
2 de árboles poda, escamonda τῶν δένδρων Thphr.CP 2.12.6, cf. 3.7.5, HP 2.7.1, 3, τοῦ ὅλου φοινικῶνος PSoterichos 4.26 (I d.C.).

Greek Monolingual

η (AM διακάθαρσις) διακαθαίρω
1. πλήρης κάθαρση, εξαγνισμός
2. το κλάδεμα τών δέντρων.

Greek Monotonic

διακάθαρσις: -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διακάθαρσις: εως ἡ тщательная чистка, очищение Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακάθαρσις -εως, ἡ [διακαθαίρω] (grondige) reiniging.

Middle Liddell

διακάθαρσις, εως [from διακαθαίρω
a thorough cleansing, Plat.