δωδεκέτης
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ου, or δωδεκ-ετής, οῦ, ὁ,
A twelve years old, Call.Epigr.21 (δωδεκένη Meineke), Plu.Aem.35:—in form δωδεχέτης, IG4.51 (Aegina), Annuario 4/5.467 (Halic., iv B.C.):—fem. δωδεκ-έτις, ιδος, AP11.70 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 694] ὁ, zwölfjährig; Plut. Aemil. 35; Callim. 58 (VII, 453); Strat. 4 (XII, 4) auch δωδεκέτους im gen.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκέτης: ἢ -ετής, ὁ, δώδεκα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε δεκαετής.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
âgé de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): δωδεχ- IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IUrb.Rom.1700.13 (II d.C.), INikaia 1591.3 (III/IV d.C.); δυωδεχ- IG 10(2).1.368 (II d.C.)
1 de doce años de edad Θεόδωρος CEG 709.5 (Halicarnaso IV a.C.), Βρεισηΐς IG 12(8).446 (Tasos I a.C.), cf. INikaia l.c., παῖς Call.Epigr.19, IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IG 10(2).1.368 (Tesalónica II d.C.)
•en uso pred. a los doce años de edad δ. Μοιρῶν οἶμον ἀμειβόμενος IUrb.Rom.1337 (I/II d.C.), δ. ἔθανον IG 10(2).1.565 (III d.C.), cf. Plu.Aem.35, δ. ... ὑπὸ χθόνα ... κεῖμαι IKyzikos 538.3 (II d.C.), en cont. no funerar. δ. ἦλθον Ῥώμην IUrb.Rom.1165.6 (II d.C.), δωδεχέτην ἔλαβον la tomé por esposa cuando tenía doce años, IUrb.Rom.l.c., cf. δωδεκαετής.
2 adv. -ῶς durante doce años ὁ Ἡρακλῆς τῷ Εὐρυσθεῖ δ. λατρεύων Tz.H.5.111.
Greek Monolingual
δωδεκέτης και δωδεκετής και δωδεχέτης, ο (θηλ. δωδεκέτις, η) (Α)
ο δωδεκαετής.
Greek Monotonic
δωδεκέτης: ή -ετής, ὁ, δωδεκάχρονος, σε Πλούτ.· θηλ. -έτις, -ίδος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκέτης: тж. Anth. δωδεκέτους 2 двенадцатилетний Plut., Anth.