Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θραύστης

From LSJ
Revision as of 09:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Pindar, Pythian, 3.61f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θραύστης Medium diacritics: θραύστης Low diacritics: θραύστης Capitals: ΘΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: thraústēs Transliteration B: thraustēs Transliteration C: thraystis Beta Code: qrau/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who breaks or crushes, POxy.868.2 (nisi sub θραυστός ponendum).

Greek Monolingual

ὁ (Α θραύστης)
νεοελλ.
ο θραυστήρας
αρχ.
αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) κοκκοθραύστης
νεοελλ.
αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης, λιθοθραύστης, ξυλοθραύστης, παγοθραύστης, υαλοθραύστης].