λαγοδαίτης

From LSJ
Revision as of 09:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγοδαίτης Medium diacritics: λαγοδαίτης Low diacritics: λαγοδαίτης Capitals: ΛΑΓΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: lagodaítēs Transliteration B: lagodaitēs Transliteration C: lagodaitis Beta Code: lagodai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (δαίω B)

   A hare-devourer, A. Ag.123 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 3] Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω) ὁ κατατρώγων τοὺς λαγωούς, ἐπὶ ἀετοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 123 (Λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange des lièvres.
Étymologie: λαγώς, δαίνυμαι.

Greek Monolingual

λαγοδαίτης, ὁ (Α)
(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ κρεο-δαίτης, χρηματο-δαίτης].

Greek Monotonic

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγοδαίτης: дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch.

Middle Liddell

λᾰγο-δαίτης, ου, ὁ, δαίω
hare-devourer, Aesch.