λιθόω
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
only in Pass. λιθόομαι,
A to be petrified, Arist.PA641a21, GA 783a28, Plu.2.577f, Luc.Asin.4: impers., λιθοῦται petrifaction takes place, Arist.Pr.937a17. 2 λελιθωμένον, prob. = λιθόστρωτον, Poll. 7.121.
German (Pape)
[Seite 46] in Stein verwandeln, versteinern, bes. pass., ἀκάνθας σκληρὰς καὶ λελιθωμένας Arist. gen. anim. 5, 3; part. an. 1, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόω: εἰς λίθον μεταβάλλω, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 205· -σπανιώτατα ἐν χρήσει εἰ μὴ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἀπολιθοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29, π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 21· ἀπροσ. λιθοῦται, συμβαίνει ἀπολίθωσις, ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 24. 11.