οἰακηδόν
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Adv., (οἴαξ)
A in the manner of an οἴαξ, A.D.Adv.205.4.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκηδόν: Ἐπίρρ. κατὰ τρόπον οἴακος, «πᾶν εἰς δὸν λῆγον ἐπίρρημα ποιότητὸς ἐστι παρεμφατικόν, οὐ τόπου, βοτρυδόν, οἰακηδόν, ἀγεληδόν κτλ.» Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 616. 18.
Greek Monolingual
οἰακηδόν (Α)
επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο του οίακα, σαν τιμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. πρυμν-ηδόν)].