περιλάλητος

From LSJ
Revision as of 12:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλᾰλητος Medium diacritics: περιλάλητος Low diacritics: περιλάλητος Capitals: ΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: perilálētos Transliteration B: perilalētos Transliteration C: perilalitos Beta Code: perila/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A much talked of, famous, of things and persons, Agath.2.15,4.26, Hsch.s.v.περιλεσχήνευτος.

German (Pape)

[Seite 581] beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.

Greek (Liddell-Scott)

περιλάλητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται λόγος, περιβόητος, Ἡσύχ., ἐν λ. περιλεσχήνευτος· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι περιλάλητος Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιλάλητος, -ον, ΝΜΑ περιλαλώ
αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός.