ποταείδω

From LSJ
Revision as of 12:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποταείδω Medium diacritics: ποταείδω Low diacritics: ποταείδω Capitals: ΠΟΤΑΕΙΔΩ
Transliteration A: potaeídō Transliteration B: potaeidō Transliteration C: potaeido Beta Code: potaei/dw

English (LSJ)

Dor. for προσαείδω,

   A v. προσᾴδω.

German (Pape)

[Seite 688] dor. statt προσαείδω.

Greek (Liddell-Scott)

ποταείδω: Δωρ. ἀντὶ προσαείδω ἴδε προσᾴδω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαείδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + ἀείδω.

Greek Monotonic

ποταείδω: Δωρ. αντί προσ-αείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταείδω Dor. voor προσᾴδω.