προσαντέλλω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
poet. for προσανατέλλω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 750] poet. statt προσανατέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
προσαντέλλω: ποιητ. ἀντὶ προσανατέλλω, Εὐρ.
French (Bailly abrégé)
poét. c. προσανατέλλω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. προσανατέλλω.
Russian (Dvoretsky)
προσαντέλλω: Eur. = προσανατέλλω.