φιλογαθής

From LSJ
Revision as of 12:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογᾱθής Medium diacritics: φιλογαθής Low diacritics: φιλογαθής Capitals: ΦΙΛΟΓΑΘΗΣ
Transliteration A: philogathḗs Transliteration B: philogathēs Transliteration C: filogathis Beta Code: filogaqh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for φιλογηθής (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1278] ές, dor. statt φιλογηθής, Aesch. Spt. 901.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογᾱθής: -ές, Δωρικ. ἀντὶ φιλογηθής, γόος δαϊόφρων, οὐ φιλογαθὴς Αἰσχύλ. Θήβ. 918.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. φιλογηθής.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. φιλογηθής, -ές, Α
αυτός που του αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαθής / -γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο-γαθής].

Greek Monotonic

φῐλογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί φιλο-γηθής.

Russian (Dvoretsky)

φιλογᾱθής: дор. = φιλογηθής.

Middle Liddell

φῐλο-γᾱθής, ές [doric for φιλογηθής.]