ψηλαφίνδα

From LSJ
Revision as of 13:57, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηλᾰφίνδᾰ Medium diacritics: ψηλαφίνδα Low diacritics: ψηλαφίνδα Capitals: ΨΗΛΑΦΙΝΔΑ
Transliteration A: psēlaphínda Transliteration B: psēlaphinda Transliteration C: psilafinda Beta Code: yhlafi/nda

English (LSJ)

παίζειν, play

   A blind-man's-buff, Phryn.PSp.128B (-ίνδρα cod.).

German (Pape)

[Seite 1397] adv., gew. mit παίζειν, ein Spiel, wie unser Blindekuh spielen, wobei Einer mit verbundenen Augen einen Andern in der Gesellschaft greifen, u., wenn er ihn ergriffen hat, nennen muß, Phryn. in B. A. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ψηλᾰφίνδᾰ: παίζειν, παιδιά τις ὁμοία πρὸς τὴν κοινῶς «τυφλομῦγαν», «ψηλαφίνδα: παιδιά τίς ἐστιν, ἑνός τινος δεδεμένου τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς ἐν κύκλῳ ψηλαφῶντος καὶ λέγοντος τοὔνομα» Α. Β. 73, 18.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος ομαδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα)].