Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰσημερία

From LSJ
Revision as of 17:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσημερία Medium diacritics: ἰσημερία Low diacritics: ισημερία Capitals: ΙΣΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: isēmería Transliteration B: isēmeria Transliteration C: isimeria Beta Code: i)shmeri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A equinox, ἰ. ἐαρινή, μετοπωρινή, ὀπωρινή, Arist.Mete.364b1,2,371b30; φθινοπωρινή Id.HA570b14, etc.: in pl., Hp.Aër.11, Pl.Ax.370c, Porph.Antr. 24.

German (Pape)

[Seite 1263] ἡ, Tag- u. Nachtgleiche, Plat. Ax. 370 b; ἐαρινή, Frühlings-, Arist. H. A. 6, 17, φθινοπωρινή, Herbst-, ib. 8, 12; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσημερία: ἡ, ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καθ’ ἣν ἡ ἡμέρα εἶναι ἴση μὲ τὴν νύκτα, ἰσ. ἐαρινὴ καὶ μετοπωρινὴ ἢ φθινοπωρινὴ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 16, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 5, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· ἴδε ἰσαμέριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équinoxe.
Étymologie: ἴσος, ἡμέρα.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσημερία)
βλ. ισημέριος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσημερία: ἡ равноденствие (ἰσημερίαι τε καὶ τροπαί Plat.): ἰ. ἐαρινή Arst. весеннее равноденствие; ἰ. μετοπωρινή или φθινοπωρινή Arst., Plut. осеннее равноденствие.