ῥαδαλός
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ῥοδανός. ῥαδαμεῖ· βλαστάνει, Hsch. ῥάδαμνος, v. ὀρόδαμνος. ῥᾰδαμνώδης, ες, like a young shoot, Sch.Nic. Th.543. ῥαδανᾶται· πλανᾶται, Hsch. ῥαδάνη· κρόκη, ὁμοίως ῥοδάνη, Id. ῥᾰδᾰνίζω, v. ῥοδάνη. ῥᾰδᾰνός, v. ῥοδανός. ῥαδανῶροι· οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί, Ταραντῖνοι, Id. ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον, Id.
German (Pape)
[Seite 830] las Zenodot. Il. 18, 576 für ῥοδανόν, = εὐκράδαντος, leicht beweglich. S. ῥαδινός.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰδᾰλός: -ή, -όν, ἴδε ῥοδανός, «ῥαδαλόν· ἁπαλόν, εὐδιάσειστον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
facile à mouvoir.
Étymologie: ῥᾴδιος.
English (Autenrieth)
see ῥοδανός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰδᾰλός: Hom. v. l. = ῥοδανός.