ὀλούφω
German (Pape)
[Seite 327] = ὀλόπτω, Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλούφω: λέγεται ὁτι εἶναι ἕτερος τύπος τοῦ ὀλόπτω, «ὀλούφειν: τίλλειν καὶ κατασπᾶν· οἷον ὀλοσφύζειν» (κῶδ. ὀλοσφίζειν) Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀλούφω (Α)
ὀλόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα leubh- «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ. liber «φλοιός» (< luber < lubhros), ρωσ. lub «φλοιός», αρχ. ιρλδ. luib «χλόη»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: = ὀλόπτω (Phot.), ὀλουφεῖν (ὀλούφειν Schmidt) τίλλειν, διολουφεῖν (-φειν Schm.) διατίλλειν η διασιλλαίνειν H.
Etymology: After Grošelj Živa Ant. 4, 173 to the IE idg. word for bark etc. in Lat. liber (< *luber) m. bark, book, Russ. lub bark (WP. 2,418, Pok. 690); quite possible. ὀλοφλυκτίς (-φυκτίς H. w. dissim.), -ίδος f. bladder, pustule (with blood and water) (Hp., Myrtil. Com.). -- Technical determinative comp. from ὀλός and φλυκτίς (s. vv.). Besides ὀλο-φυγδών, -όνος f. id. (Theoc. 9, 30 with v. l. ὀλοφυγγών as also in H.) after the semantically close πρηδών, πυθεδών etc. (ὀλοφυγ-γών, if correct, after σταγών v. t.?). - Cf. ὀλόπτω. The two verbs are evidently variants, and so prob. point to a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
ὀλούφω: {oloúphō}
Grammar: v.
Meaning: = ὀλόπτω (Phot.), ὀλουφεῖν (ὀλούφειν Schmidt)· τίλλειν, διολουφεῖν (-φειν Schm.)· διατίλλειν ἢ διασιλλαίνειν H.
Etymology : Nach Grošelj Živa Ant. 4, 173 zum idg. Wort für Bast in lat. liber (aus *lŭber) m. Bast, Buch, russ. lub Borke, Bast usw. (WP. 2,418, Pok. 690); sehr erwägenswert. ὀλοφρλυκτίς (-φυκτίς H. m. Dissim.), -ίδος f. ‘(blutwässeriges) Bläschen, Pustel’ (Hp., Myrtil. Kom.). — Technisches Determinativkomp. aus ὀλός und φλυκτίς (s. dd.). Daneben ὀλοφυγδών, -όνος f. ib. (Theok. 9, 30 mit v. l. ὀλοφυγγών wie auch H.) nach den sinnverwandten πρηδών, πυθεδών usw. (ὀλοφυγγών, wenn richtig, nach σταγών od. ä.?).
Page 2,382