κορυνήτης

From LSJ
Revision as of 17:55, 9 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνήτης Medium diacritics: κορυνήτης Low diacritics: κορυνήτης Capitals: ΚΟΡΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: korynḗtēs Transliteration B: korynētēs Transliteration C: korynitis Beta Code: korunh/ths

English (LSJ)

ον, ὁ,

   A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
homme armé d’une massue ; particul. l’homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.

English (Autenrieth)

club-brandisher. (Il.)

Greek Monolingual

ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].

Greek Monotonic

κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κορῠνήτης: ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend.

Middle Liddell

κορῠνήτης, ου, [from κορύνη
a club-bearer, mace-bearer, Il.