ηπειρώ

From LSJ
Revision as of 18:25, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

ἠπειρῶ, -όω (Α) ήπειρος
1. μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», Αριστοτ.)
2. παθ. ἠπειροῦμαι, -όομαι
γίνομαι ήπειρος, ενώνομαι με τη στεριά («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», Θουκ.).