νευρώνω

From LSJ
Revision as of 18:55, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ νευρῶ, -όω, Μ και νευρώνω) νεύρον
παθ. νευρώνομαι, νευροῦμαι, -όομαι
αποκτώ πολλά νεύρα
μσν.
προσαρμόζω νευρά σε τόξο
μσν.-αρχ.
ενισχύω, ενδυναμώνω
αρχ.
1. νευριάζω κάποιον
2. (στον παθ. παρακμ.) νενεύρωμαι
α) έχω το πέος τεντωμένο
β) μτφ. (για συμφορά) έχω φθάσει σε κρισιμότατο σημείο.