θαλασσομάχος

From LSJ
Revision as of 15:16, 16 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">μᾰ], ον</b>" to "μᾰ], ον")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσομάχος Medium diacritics: θαλασσομάχος Low diacritics: θαλασσομάχος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: thalassomáchos Transliteration B: thalassomachos Transliteration C: thalassomachos Beta Code: qalassoma/xos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A fighting by sea, A.D.Adv.188.26, Vett.Val.18.35.

Greek Monolingual

-ο (AM θαλασσομάχος, -ον)
αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος
νεοελλ.
ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος
ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ' αυτόν με σχοινιά
νεοελλ.-μσν.
(για ναυτικούς) αυτός που μάχεται με τα κύματα, αυτός που θαλασσοδέρνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -μαχος (< μάχη) πρβλ. ιππο-μάχος, ταυρο-μάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Νικολάου Κοντοπούλου].