σογχίτης
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ = ἱεράκιον τὸ μέγα, Urospermum picroides, [prickly goldenfleece] Ps.-Dsc.3.64 p.75 Wellm.
Greek (Liddell-Scott)
σογχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ἱεράκιον, φυτόν, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 3. 72.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
το φυτό ιεράκιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόγχος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οριγαν-ίτης)].