approach
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
or absol. P. and V. προσέρχομαι, προσέρχεσθαι (πρός, acc., or V. dat. without prep.), προσβαίνειν (dat.), πλησιάζειν (dat.), προσμιγνύναι (dat.), ἐπέρχεσθαι (dat.), P. προσχωρεῖν (dat.), προσμίσγειν (πρός, acc.), Ar. and V. προσέρπειν (dat.), V. πελάζειν (dat.) (also Xen. but rare P.), πλησιάζεσθαι (dat.), προσμολεῖν (2nd aor. of προσβλώσκειν) (dat.), χρίμπτεσθαι (dat.), ἐγχρίμπτειν (dat.), ἐμπελάζειν or pass. (gen. or dat.), ἐπιστείχειν (acc.); also absol., V. προσστείχειν.
make to approach: V. πελάζειν (acc. and dat.), χρίμπτειν (acc. and dat.).
approach, apply to, a person: P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.), προσέρχομαι, προσέρχεσθαι (dat. or πρός, acc.).
approach (with prayers): V. μετέρχεσθαι (acc.).
substantive
Ar. and P. πρόσοδος, ἡ, V. ἐπείσοδος, ἡ, προσβολή, ἡ.
means of approach, access: P. and V. εἴσοδος, ἡ, πρόσβασις, ἡ, Ar. and P. πρόσοδος, ἡ, P. ἔφοδος, ἡ, προσβολή, ἡ.