change
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. μετατιθέναι, μεταφέρειν, μεταβάλλειν, μεταστρέφειν, μεθιστάναι, ἀλλάσσειν, μεταλλάσσειν, ἀλλοιοῦν, ἀμείβειν (Plato but rare P.), P. μεταποιεῖν, μετακινεῖν.
change (what is written): P. and V. μεταγράφειν.
verb intransitive
P. and V. ἀλλάσσεσθαι, μεταλλάσσεσθαι, ἀλλοιοῦσθαι, μεταστρέφεσθαι, μεθίστασθαι, τρέπεσθαι, μεταπίπτειν, P. περιίστασθαι, μεταβάλλειν.
since your fortunes have changed: V. ἐπειδὴ περι πετεῖς ἔχεις τύχας (Eur., Andromache 982).
change into, verb transitive: P. μεταλλάσσειν εἰς (acc.); verb intransitive: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς, acc., or ἐπί, acc.).
change one's abode: P. μετανίστασθαι, V. μετοικεῖν.
change one's clothes: V. ἐσθῆτα ἐξαλλάσσειν (Eur., Helen 1297).
change one's mind: P. and V. μεταγιγνώσκειν, μεταβουλεύεσθαι (Eur., Orestes 1526), P. μεταδοξάζειν (Plato), μετανοεῖν.
change money, convert into smaller coins: Ar. διακερματίζεσθαι (acc.).
changing money openly at the banks: P. τὸ χρυσίον καταλλασσόμενος φανερῶς ἐπὶ ταῖς τραπέζαις (Dem. 376).
change ships: P. μετεκβαίνειν, μεταβαίνειν.
change sides (politically): P. μεθίστασθαι.
change the form of: P. and V. μεταρρυθμίζειν (acc.) (Plato), P. μετασχηματίζειν (acc.); see transform.
change one's wish: V. μετεύχεσθαι (absol.).
substantive
P. and V. μεταβολή, ἡ, μεταλλαγή, ἡ (Plato, and Eur., Fragment), μετάστασις, ἡ, P. ἀλλοίωσις, ἡ; see exchange.
small change in money: Ar. κέρματα, τά.
change of abode: P. μετανάστασις, ἡ, μετοίκησις, ἡ.
change of mind, reconsideration: P. ἀναλογισμός, ὁ.
repentance: P. μετάνοια, ἡ, P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., Fragment), V. μετάγνοια, ἡ.